αιρηλασία

αιρηλασία
η
κατεργασία τού σιδήρου με την αίρα (= σφύρα), σφυρηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιρηλάτης, νεοελλ. λόγια λ. που πλάστηκε από τον αξιωματικό Γρηγόρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”